σμηκτός

σμηκτός
σμηκ-τός, ή, όν,
A smeared,

κεράμια POxy.1735.3

(iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σμηκτός — ή, όν, Α [σμήχω] αυτός που έχει επαλειφθεί με σαπούνι …   Dictionary of Greek

  • σμηκτή — σμηκτός smeared fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] …   Dictionary of Greek

  • εΰσμηκτος — ἐΰσμηκτος, ον (Α) καθαρισμένος καλά, ο καθαρός («ἐΰσμηκτος σίδηρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σμηκτός (< σμήχω «καθαρίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”